συγκατακόπτω

συγκατακόπτω
Α
κατακόβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκατακόψαι — συγκατακόπτω cut up aor inf act συγκατακόψαῑ , συγκατακόπτω cut up aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακοπῶσι — συγκατακόπτω cut up aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακόπτειν — συγκατακόπτω cut up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεκόπη — συγκατακόπτω cut up aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεκόπησαν — συγκατακόπτω cut up aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • συγκατακόψας — συγκατακόψᾱς , συγκατακόπτω cut up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”